Εξύπνησα που λέτε, πουρνόν, με shίλια ζόρκα
Για να πάω στην δουλειά, παρ’ όλον που ήμουν ψόφκια.
Εκτύπαν το σνούς περίτου, τα μάθκια μου εν αννοίαν,
Που πάστ’ αυτιά μου έβαλλα μιαν μαύρην πατανίαν.
«Ξύπνα κόρη ζουζού», επολοάτουν το αρκούδιν,
«Τζιαί ένν’αρκήσεις στη δουλειά», μα εν μου καίγεται καρφούδιν
Ο ύπνος εν τόσο γλυκός, θωρώ όνειρον τάχα
Πως είμαι πας στον άππαρον, τζιαι τρέχω μες στην στράτα.
Πέ’ μου τωρά τζιαι σού, γιατί να μεν τζοιμούμαι;
Αν εξυπνούσα πιο νωρίς ήταν να το θυμούμαι;
Το όνειρο που έβλεπα, το δεύτερον τι τάξη
Πως μ’ είσεν ένας κορμαλιάς, μην βρέξει τζιαί μη στάξει;
Εάν ξυπνήσω σήμερα, τζιαι στη δουλειάν μου πάω,
Έννα με δεί ο μάστρος μου, τζιαι β….ν έννα φάω,
Γιατί πάλε άρκησα, για δέκατην ημέραν,
Τζιαι να σκεφτείς αρκούδι μου, έννεν καν Δευτέρα.
Αφήστε με στον ύπνον μου, τουλάχιστον μιαν ώραν,
Να τελειώσει το όνειρο, έννα με τζεράσουν τώρα!
Μπράουνις τζιαί τσιζ κέικ, ούλλα που την Πανδώραν,
Για να τα χάσω εννά πρέπει να τρέξω ως τη Χώραν
Αλλά εν τούτον το καλό, στα όνειρα εν παshυνίσκεις,
Παρά μόνο αν είσαι μιτσής, αν θέλεις μιαλινίσκεις,
Αν θέλεις είσαι άρχοντας, πλούσιος, shεζολύρης,
Εγιώ είδα τζιαί κάποτε, πως ήμουν ο Καλλίρης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου